Απλουστευμένα πρότυπα για την εταιρική βιωσιμότητα και ενημέρωση της εφοδιαστικής αλυσίδας ζητούν οι ΜμΕ
Την ανάγκη για απλοποιημένα πρότυπα εταιρικής βιωσιμότητας αλλά και για εκπαίδευση και ενημέρωση των επιχειρήσεων που αποτελούν μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας των μεγάλων επιχειρήσεων, ανέδειξε η ειδική εκδήλωση και διαβούλευση, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από την EFRAG (Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Ομάδα για Θέματα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς – European Financial Reporting Advisory Group – EFRAG) σε συνεργασία με το CSR HELLAS. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 2024, στο Μέγαρο Καρατζά, με την υποστήριξη των CSR Cyprus, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, του ΣΕΒ και των εταιριών-μελών του CSR HELLAS ΤΙΤΑΝ και Capa Epsilon και ανέδειξε τη σημασία της εναρμόνισης μεγάλων επιχειρήσεων και ΜμΕ στα θέματα βιωσιμότητας με έμφαση στη δημιουργία Βιώσιμης Εφοδιαστικής Αλυσίδας και τη μείωση του ρίσκου.
Θέμα της εκδήλωσης ήταν η ενημέρωση και ο σχολιασμός των προτάσεων της EFRAG για την υποβολή των αναφορών (εκθέσεων) εταιρικής βιωσιμότητας από τις ΜμΕ, όπως προβλέπεται από τη νέα Οδηγία της ΕΕ για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών βιωσιμότητας από τις επιχειρήσεις, (Corporate Sustainability Reporting Directive -CSRD) σχετικά με την διαφάνεια των πληροφοριών αυτών και τη χρήση τους από το χρηματοπιστωτικό τομέα και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα αναφοράς της εταιρικής βιωσιμότητας απευθύνονται στις ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τόσο εκείνων που είναι εισηγμένες στην κεφαλαιαγορά (LSME Listed Small Medium Enterprises) όσο και των μη εισηγμένων (VSME, non-listed SMEs), που καλούνται να παρέχουν εθελοντικά πληροφορίες σχετικές με την βιώσιμη ανάπτυξη των εταιριών είτε από τους πελάτες που είναι μεγάλες εταιρίες είτε και από τις τράπεζες.
Σήμερα, διαμορφώνεται η ανάγκη για απλοποιημένα, ενοποιημένα πρότυπα εταιρικής βιωσιμότητας που καλύπτουν τις ελάχιστες απαιτήσεις της αγοράς καθώς παρατηρείται στροφή προς τη διαφάνεια και τις δημοσιοποιήσεις, η οποία προέρχεται κυρίως από την ίδια την αγορά και έχει ως σκοπό τη μείωση του ρίσκου τόσο σε σχέση με τις επενδύσεις όσο και με την εφοδιαστική αλυσίδα των επιχειρήσεων. Η στροφή αυτή προέρχεται και από τις καταναλωτικές συμπεριφορές και τις προτιμήσεις των πελατών σε εταιρείες υπεύθυνες, βιώσιμες που επικοινωνούν με διαφάνεια προς όλους τους συμμέτοχούς τους.
Οι μεγάλες εταιρείες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να ενημερώσουν και τις μικρότερες εταιρείες που ανήκουν στην εφοδιαστική τους αλυσίδα για τις επερχόμενες αλλαγές και να αναπτύξουν τη γνώση τους για τα θέματα εταιρικής βιωσιμότητας.Τα πρότυπα εταιρικής βιωσιμότητας είτε αφορούν τις μεγάλες επιχειρήσεις είτε τις ΜμΕ είναι απαραίτητο να είναι κατανοητά στην τοπική γλώσσα των επιχειρήσεων, να οδηγούν σε ομογενοποίηση και να βοηθούν στη συγκρισιμότητα. Οι μεγάλες εταιρείες αλλά και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να ικανοποιούνται από ένα σύνολο ελάχιστων δημοσιοποιήσεων χωρίς να προσθέτουν δυσανάλογες απαιτήσεις για τους προμηθευτές («value chain cap»).
Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (proportionality, art. 29c), οι δημοσιοποιήσεις πρέπει να είναι σχετικές με τη δραστηριότητα και ανάλογες με την έκταση της δραστηριότητας και το βαθμό πολυπλοκότητας αλλά και τις δυνατότητες των ΜμΕ να ανταποκριθούν σε αυτές. Ο προτεινόμενος αριθμός των πεδίων αναφοράς (data points) για τις ΜμΕ παραμένει υψηλός ~400 και θα μπορούσε να απλοποιηθεί περαιτέρω σε περιοχές όπως οι εκπομπές scope 3, η βιοποικιλότητα (biodiversity) και το ανθρώπινο δυναμικό (workforce). Αναμένουμε τα αποτελέσματα τις οικονομικών επιπτώσεων από την εφαρμογή των προτύπων στις ΜμΕ.
Σε σχέση με το ανθρώπινο δυναμικό, έγινε αναφορά στην έλλειψη ανθρώπων με τις ανάλογες δεξιότητες στις εταιρείες. Παράλληλα, έγινε αναφορά στην πολύ καλή προετοιμασία που οφείλουν να αναπτύξουν οι εισηγμένες ΜμΕ ώστε οι εκθέσεις διοίκησης (management reports)να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των προτύπων.
Σε ό,τι αφορά στην αξιολόγηση των ουσιωδών θεμάτων (materiality assessment), οι ΜμΕ την αξιολογούν ως ιδιαίτερα κρίσιμη αλλά ταυτόχρονα και ως καινούριο τρόπο προτεραιοποίησης στον σχεδιασμό τους.
Όπως τονίστηκε από τους συμμετέχοντες, το διάστημα 2026-2028 αποτελεί την περίοδο που πρέπει να εκμεταλλευτούν όλες οι ΜμΕ και να δουν τα πρότυπα ως μια ευκαιρία για δέουσα επιμέλεια του επιπέδου ωριμότητας αλλά και για να ανακαλύψουν τα τρωτά τους σημεία μέσω της ανάλυσης κενών (gap analysis) ενώ προβλέπεται να ακολουθήσει εφαρμογή κλαδικών προσεγγίσεων και οδηγιών εύκολων στη χρήση.
Οι συμμετέχοντες έδωσαν έμφαση στην εξαίρεση των ΜμE από τη σύνταξη μεμονωμένων αναφορών βιωσιμότητας εφόσον περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης μιας μητρικής εταιρείας, που έχει εκπονήσει ενοποιημένη έκθεση βιωσιμότητας καθώς σε διαφορετική περίπτωση οδηγούμαστε σε περιττή γραφειοκρατία χωρίς προστιθέμενη αξία.
Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στη σημασία της ύπαρξης ενός σημείου συλλογής των πληροφοριών για την αποφυγή των πολλαπλών ερωτημάτων κατά την εφαρμογή των προτύπων.
Η ύπαρξη ενός απλού ενιαίου προτύπου για την παροχή πληροφοριών προς τις τράπεζες και τις μεγαλύτερές συνεργαζόμενες επιχειρήσεις σε ένα πλαίσιο αναλογικότητας αναμένεται να συνεισφέρει στον εξoρθoλογισμό των απαιτήσεων της αγοράς για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών ESG όπως αυτές ζητούνται ήδη και οι οποίες έχουν ήδη οδηγήσει σε αυξημένο διαχειριστικό κόστος.
Από την πλευρά του ελληνικού κράτους, στο διάστημα αυτό, η ειδική δοκιμαστική πλατφόρμα που διαμορφώνεται αναμένεται να βοηθήσει τις ΜμΕ να αντιμετωπίσουν τυχόν αστοχίες τους και να προετοιμαστούν στο νέο τρόπο προσέγγισης των θεμάτων εταιρικής βιωσιμότητας. Με λίγα λόγια, προκρίνεται μια περίοδος σταδιακής προσαρμογής των ΜμΕ.